Η ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΦ. 2
Πενήντα και βάλε χρόνια πίσω, ένα παιδί τρέχει ξωπίσω από μια σκιά ενός Φαλκονιού της Ελεονώρας. Τα πόδια του μπλέκονται στις αποκαλάμες και σηκώνει κονιαρτό[1] σαν να ήταν άτι. Το Φαλκόνι κοντοστέκεται χαρακτηριστικά στον αέρα σα να θέλει να δώσει ανάσες στο νέο του φίλο. Τον βλέπει απο κει πάνω με το κοφτερό του μάτι να αγκομαχά· τα πόδια του είναι λευκά από το αλευρώδες καλοκαιρινό χώμα αυτού του καταραμένου άμα τε και ευλογημένου τόπου, το πρόσωπο σαν πυρακτωμένο σίδερο από τον τραχύ ήλιο της Ανατολής. Οι ματιές των δύο συναντιώνται κάπου ενδιάμεσα στην αποκαλάμη και τον εκτυφλωτικά γαλάζια, ασύννεφο ουρανό. Χαδεύονται σαν νοστοχάρτωτα[2], τρίβονται η μια στην άλλη σαν πιτσουνάκια κι έπειτα γραπώνουν η μια την άλλη σαν Χιντιάνοι πετεινοί[3]. Μα, το διάλειμμα του Φαλκονιού τελειώνει, και η σκιά του συνεχίζει το δρόμο της. Το παιδί ακολουθεί τη σκιά, μα έχει κουραστεί. Το φαλκόνι είναι πια πανω απ’ τη χαράδρα, γυρεύοντας τόπο να κοιτάσει[4]. Η θρηνώδης φωνή του πίσω από το λιοβασίλεμα αυτό το δείλις ακούγεται στ’ αυτιά του παιδιού σαν ανανέωση του ραντεβού: ‘’Αύριο πάλαι’’.
[1] Σκόνη
[2] Πρόσφατα αρραβωνιασμένοι
[3] Ράτσα κοκοριών ειδική για κοκορομαχίες
[4] Εισέρχομαι στην κοίτη μου, κοιμάμαι
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 27, 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Ωσηε μου τι ωραιο κειμενο ,γεματο εικονες!!
Σαν κινηματογραφικη ταινια...!
Φιλια πολλα!
Δημοσίευση σχολίου