Σε μνήμη όλων των δέντρων που κάηκαν για την απληστία των ανθρώπων.
Σε ανάμνηση όλων των δέντρων που κόπηκαν για την Χριστουγεννιάτικη ματαιοδοξία των ανθρώπων.
Αν μπορούσε να μιλήσει ένα δέντρο...
..."Γκαπ-γκουπ" ακούστηκε το τσεκούρι του κυρ-Παντελή και το καταπράσινο δέντρο σωριάστηκε στη γη μ'έναν δυνατό θόρυβο.
Ήταν το τελευταίο δέντρο που έκοβε για σήμερα ο κυρ-Παντελής, ο φημισμένος ξυλοκόπος. Έκοβε όποιο δέντρο έβρισκε μπροστά του, αρκεί να γέμιζε το μάτι του πως θα του έδινε αρκετή ξυλεία.
Σκούπισε τον ιδρώτα του και άρχισε να μετρά τα κομμένα του δέντρα, όταν άκουσε ένα σιγανό κλάμα. Κοίταξε από δω, κοίταξε από εκεί, δεν είδε τίποτα! Το κλάμα συνέχισε να ακούγεται όλο και πιο λυπητερό. Ακουγόταν από χάμω,μέσα από το τσαλαπατημένο χορτάρι.Έστησε αυτί ο κυρ-Παντελής κι έσκυψε κατά τη γη. Κι εκεί ανάμεσα στα χοντροπάπουτσά του, πάνω σ'ένα σωρό πριονισμένα κλαριά, ανακάλυψε ένα αστείο, μικρό, κουρελιασμένο ανθρωπάκι (ίσαμε την παλάμη του) να κλαίει με μαύρο δάκρυ.
Αναταράχτηκε ο σκληρός ξυλοκόπος.
- Ποιος είσαι του λόγου σου? το ρώτησε.
Και΄κείνο με μια τσιριχτή και γεμάτη βάσανο φωνή του είπε:
- Είμαι το ξωτικό, η ψυχή απ΄ αυτό το πεύκο που είχε τόση ζωή μπροστά του κι εσύ το κατάντησες ένα σωρό από νεκρά κλαριά και φύλλα.
- Μα τα δέντρα πρέπει να κόβονται,είπε ο κυρ-Παντελής, για να γίνεται πιο εύκολη η ζωή των ανθρώπων.
- Ναι! συμφώνησε το ξωτικό, αλλά εσείς οι άνθρωποι καταστρέφετε ό,τι βρεθεί μπροστά σας χωρίς να κάνετε διαχωρισμούς!
Για σκέψου πόσος πολύς χρόνος χρειάζεται για να μεγαλώσει ένα δέντρο του δάσους. Μόνο του πρέπει να μάθει να προσαρμόζεται και στις πολλές βροχές και στην ξηρασία. Μικρό και λίγο-λίγο πετάει την κορφούλα του για να πάρει και αυτό, τον λίγο ήλιο ανάμεσα απ΄ τα άλλα ψηλά δέντρα. Κι ύστερα, όταν βγάλει το πρώτο του φύλλωμα δέχεται τα πουλιά, τα έντομα, τα μικρά ζώα και γίνεται ένα καταφύγιο για τους μικρούς κατοίκους της φύσης.
Προστατεύει ό,τι ζει μέσα του. Δίνει ασφάλεια και πολλές φορές τροφή απ΄ τον ίδιο του τον εαυτό. Δίνει την σκιά του για να ξεκουραστούν οι εκδρομείς του δάσους και τα ριγμένα του ξερόκλαδα για ν΄ανάψουν φωτιές και να ζεσταθούν. Μόνο του καταπολεμά τις αρρώστιες του. Σπάνια οι άνθρωποι ενδιαφέρονται γι΄ αυτό και πολλές φορές του βάζουν φωτιά ή χωρίς να το θέλουν ή επίτηδες.
- Μα!...πήγε να διαμαρτυρηθεί ο κυρ-Παντελής, αλλά το ανθρωπάκι τον διέκοψε μ΄ένα νεύμα.
- Σταμάτα, σταμάτα, του είπε όλο φούρια, έχω κι άλλα να σου πω.
Ξεχνάς κι εσύ, όπως όλοι οι άλλοι, εκείνη τη θαυμάσια διαδικασία της απελευθέρωσης του οξυγόνου? Μήπως δεν μας αποκαλείτε εμάς τα δέντρα "πνεύμονες των πόλεων"?
Σας δίνουμε το ξύλο μας.Σας δίνουμε την αίσθηση του ερχομού της Άνοιξης με τους πρώτους μας ανθούς.Ακόμα και τα φύλλα μας τα κάνετε βότανα και μυρωδικά.
Τώρα το ξωτικό μιλούσε χωρίς σταματημό και κουνιόταν νευρικά πάνω στο σωρό τα κλαριά. Ο κυρ-Παντελής έστεκε κι αυτός σαν πελεκημένο κούτσουρο.
- Δεν έχω πολύ καιρό, πρέπει να σου τα πω όλα, είπε η αναστατωμένη του πεύκου ψυχή.
Είσαστε άκαρδοι οι άνθρωποι, συνέχισε.Ακόμα και για τα δέντρα που είναι έξω από τα σπίτια σας είστε αδιάφοροι.Πότε τα ποτίζετε? Πότε τα καλλωπίζετε? Πότε τα καθαρίσατε από τα καυσαέρια της πόλης? Πότε τα ραντίσατε για να τα έχετε υγιή? Πετάτε τα σπίρτα σας και τ΄αναμμένα σας τσιγάρα, ξεχνάτε τις φωτιές σας φεύγοντας από την εκδρομή σας.Μας καίτε και μας αφανίζετε.Μας καίτε στα τζάκια σας!Μας στολίζετε τα Χριστούγεννα στα σπίτια σας.Δεν αναρωτηθήκατε όμως, πώς εμείς θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε?Σπείρατε ποτέ κάποιο κλαδί,να το περιποιηθείτε,να το φροντίσετε?Να το δείτε να πετάει το πρώτο του φύλλο?
Όταν βλέπετε εκείνες τις μαύρες καπνισμένες εκτάσεις μετά τις πυρκαγιές,κάνατε κάτι για να γίνουν πράσινες και ζωντανές ξανά?
Κι εσύ κυρ-Παντελή μόνο να κόβεις ξέρεις.Κόβεις ό,τι βρεθεί μπροστά σου.Πρέπει δεν πρέπει.Χωρίς τύψεις,χωρίς οίκτο....
Ετρεμε τώρα το ξωτικό σαν σπασμένη χορδή κιθάρας.Φούσκωνε και ξεφούσκωνε σαν τρύπιο μπαλόνι.Ξανάβαλε τα κλάματα και ύψωσε την τσιριχτή του φωνούλα.
_Φεύγω.φεύγω είπε.Πάω να βρώ ενα νιοφύτευτο δενδράκι για να ξαναγίνω ευτυχισμένος.
Λυπόσουν να το βλέπεις αυτό το κουρελιασμένο γδαρμένο ανθρωπάκι.
Το λυπήθηκε κι ο κυρ-Παντελής.Αρχισε να φουσκώνει και να ξεφουσκώνει κι αυτός απο στεναχώρια.Ηθελε να αποκριθεί αλλά πνιγόταν η φωνή του και δεν έβγαινε.Ο αέρας δεν του έφτανε και άρχισαν να δακρύζουν τα μάτια του.Χίλια κομμάτια έγινε η καρδιά του μπροστά στα όσα ξεστόμιζε το ανθρωπάκι.
-Μα...μα εγώ,δεν μπόρεσε να συνεχίσει.Εμεινε άλαλος καθώς το ξωτικό άρχισε νά αλλάζει χρώματα και μορφή μουρμουρίζοντας ακατάληπτους λαρυγγόφωνους ήχους γεμάτους παράπονο και πίκρα.
Εσκασε σαν χιλιόχρωμο μπαλόνι την ώρα που ξύπνησε ο ξυλοκόπος πλάι στο φρεσκοκομμένο πεύκο μούσκεμα στον ιδρώτα.
-Μπα σε καλό μου-είπε-όνειρο ήταν!Αλλά τι όνειρο...
Φόρτωσε στο κάρο τα ξύλα τουκαι πήρε τον δρόμο για το σπίτι.
Σουρούπωνε σαν πέρασε την εμπασιά του αυλόγυρου.
Στο τρεμούλιασμα της τελευταίας ηλιαχτίδας νόμισε πως είδε ένα κουρελιασμένο ανθρωπάκι να τρέχει πέρα δώθε κάτω απο τα πόδια του αλόγου.
Εκλαιγε πάλι και φαινόταν να ψάχνει κάτι με αγωνία.
Γέλασε και μίλησε δυνατά ο κυρ-Παντελής:Γέρασα-είπε-και ξύπνιος βλέπω όνειρα!
Κοίταξε γύρω του την άχαρη αυλή.Κοίταξε για άλλη μια φορά το φορτίο μα τα κομμένα νεαρά δέντρα.Του φάνηκε πως τα άκουσε να τρίζουν και να βογγάνε σαν το ξωτικό του ονείρου.Ανατρίχιασε ο σκληρός άνθρωπος.Αυτός που όλη του την ζωή έκοβε και κατέστρεφε τα δέντρα αναταράχτηκε.
"Αιντε-είπε-έχει και ξερά έχει και άρρωστα και πεσμένα δέντρα στο δάσος.Καιρός να το καθαρίσω κιόλας να πάρει μια ανάσα και ας έχω λιγότερο κέρδος".
Μπαίνοντας στην αυλή κοίταξε τον φράχτη.Εξυσε το αυτί του και μουρμούρισε:"άχαρος αυτός ο φράχτης.Μόνο καρφωμένα σκεβρωμένα παλιόξυλα.Αειντε κι απο αύριο θα του σπείρω αγριοκερασιές.να φουντώσουν και να κοκκινίσουν τα πετροκέρασα το καλοκαίρι.Να βρεί και ο φίλος του ονείρου μου καταφύγιο!"
Ξέζεψε το άλογο στον σταύλο και τράβηξε χαρούμενος για το σπίτι.Χαμένος στα κερασένια όνειρα του δεν είδε την λάμψη στην άκρη του φράχτη.
Ενα ανθρωπάκι(ισαμε την παλάμη του)έραβε τα ρούχα του μουρμουρίζοντας και τραγουδώντας όλο χαρά σε μια άγνωστη γλώσσα.Ετοιμαζόταν για το καινούριο του σπίτι.
Τώρα θα διάλεγε μια απο τις αγριοκερασιές που θα έσπερνε ο κύρ-Παντελής!
>>Το παραμύθι της Μαρίκας το θυμήθηκα το 1992 όταν μετά τις γιορτές η δασκάλα της Μαρίας έθεσε θέμα έκθεσης"τι θα έλεγε ένα δέντρο σ'αυτούς που το καταστρέφουν".
Δεν ήταν ακριβώς έτσι το παραμύθι.Το δουλέψαμε με υπομονή και φαντασία.Αγάπη και ένταση μέχρι να κάνουμε τις αλλαγές.Αλλάξαμε τον μαγεμένο πρίγκηπα σε κυρ-Παντελή και την κακιά μάγισσα με το ξωτικό του Δάσους.Η μαγεμένη βασιλοπούλα γεννήθηκε μέσα στις πετροκερασιές.
Δεν την αναφέραμε.Νομίζω πως αυτά αρκούν.Είναι πιο "κοντά"με τον δικό μας σκληρό κόσμο!<<
Τώρα στο τέλος του 2007 λογυρνάει απο το καλοκαίρι στην θύμηση μου λόγω καταστροφής του δάσους.
Λόγω Χριστουγέννων έγινε πιο έντονη η ανάγκη να το βγάλω παραέξω....
Καλή μας χρονιά!
(από τα τετράδια μου:"τα παραμύθια της Μαρίκας"
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
6 σχόλια:
Καλή Χρονιά Παναγιώτα μου! Έκανες ποδαρικό στη συντροφιά μας με τον κυρ-Παντελή και το ξωτικό του δάσους.
Η ψυχή μου πιάστηκε αλλά δίκιο έχεις όπως τα λες. Αντί να φυτέψουμε ένα δέντρο, να αναπνέουμε λίγο περισσότερο καθαρό αέρα μέσα στο καυσαέριο, τα κόβουμε κιόλας λες και μας ανήκουν.
Χρόνια Πολλά και καλή Πρωτοχρονιά!
Πολύ καλή η προσαρμογή του όμορφου παραμυθιού. Μας κάνεις όλους να ευχηθούμε ένα 2008 με περισσότερα δέντρα σε τούτο τον μπαρουτοκαπνισμένο τόπο και βάλσαμο στις ψυχές των πυροπαθών απανταχού!1
Gostei muito desse post e seu blog é muito interessante, vou passar por aqui sempre =) Depois dá uma passada lá no meu site, que é sobre o CresceNet, espero que goste. O endereço dele é http://www.provedorcrescenet.com . Um abraço.
Υπέροχο παραμύθι Παναγιώτα,
που θα πρέπει
να μας προβληματίζει
και να μας συνειδητοποιεί..
Καλή χρόνια σου εύχομαι
με πολλές ομορφιές
και ανάσες στιλπνές..
Υγεία, δύναμη, αγάπη, δημιουργία..
Εύχομαι φίλοι μου το 2008 να ξαναπρασινίσει η καμένη μας γη και να χαμογελάσουν ξανά οι κάτοικοι της!
Πολύ ωραίο ποστάκι :) ευχομαι ότι καλύτερο για το νέο έτος με υγεία και αγάπη πολλα φιλια :)
Δημοσίευση σχολίου